- ἀταρβομάχας
- ἀταρβομάχας [μᾰ], α, ὁ,A fearing not the fray, B.15.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αταρβομάχας — ἀταρβομάχας, ο (Α) ο ατρόμητος στη μάχη … Dictionary of Greek